ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ

ΚΕΦ 3 

Είμαι στον εικοστό όροφο, στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου μου, στην Κωνσταντινούπολη. Είναι καλοκαίρι του 1982 και κάθε απόγευμα ξαπλώνω στη σεζ – λονγκ στο μπαλκόνι μου για να χαλαρώσω. Μόλις τελείωσα το μπάνιο μου στην πισίνα. Η ζέστη έχει κάπως υποχωρήσει. Φορώ μόνο το λευκό μου μπουρνούζι κι ένα όμορφο αεράκι με χτυπάει στο πρόσωπο.

Ο ήλιος μόλις έχει αρχίσει να δύει προς την απέναντι ευρωπαϊκή ακτή του Boğaziçi, δηλαδή του Βοσπόρου. Από πάντα μου άρεσε τούτη η ώρα. Τα όμορφα χρώματα που πλημμυρίζουν τον ουρανό, διαφορετικά κάθε εποχή, οι μυρουδιές από τα λουλούδια που γεμίζουν τον αέρα - και στο μπαλκόνι μου έχω δώσει εντολή και το έχουν γεμίσει με ανθισμένες γλάστρες - όλα είναι τόσο υπέροχα. Ποτέ όμως, εκτός από πολύ πρόσφατα, τα τελευταία χρόνια, δεν είχα την ευκαιρία να γεύομαι αυτό το θαύμα.    

Κάποιοι λένε ότι είναι δημιούργημα της φύσης, κι άλλοι ότι είναι έργο του Θεού. Δεν ξέρω. Ίσως και να ‘ναι. Ποτέ δεν ήμουν θρήσκα. Ούτε σταυροκοπιόμουν έξω από τις εκκλησίες όπως συνήθως έκαναν οι Ρωμιοί. Και η Πόλη έχει δεκάδες από αυτές. Άλλες που έχουν μετατραπεί σε τζαμιά από τους Τούρκους, ήδη από την εποχή της άλωσης, κι άλλες που παραμένουν όπως ήταν, από τότε που φτιάχτηκαν από τους Βυζαντινούς. Αλλά τώρα είναι κλειδωμένες, σφραγισμένες και λησμονημένες από το χρόνο και τους ανθρώπους.

Η θρησκεία δεν έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή μου, αν και η ζωή των Ρωμιών πάντα ήταν στενά δεμένη με τις εκκλησίες τους. Δεν ξέρω… τώρα που το σκέπτομαι, δεν ξέρω αν ήταν ο Θεός ή η θρησκεία που κατασκεύασαν οι άνθρωποι πιστεύοντας ότι τάχα αντιπροσωπεύει το Θεό.

Βρίσκομαι σε αυτό το ξενοδοχείο την τελευταία μόλις εβδομάδα. Κάθε δεκαπέντε μέρες αλλάζω ξενοδοχείο. Τους τελευταίους μήνες, που είμαι ελεύθερη, έχω αλλάξει κι όνομα. Για μένα βέβαια και τα αγαπημένα μου πρόσωπα στην Αθήνα κι εδώ στην Πόλη πάντα θα είμαι η Λένα Βρανά. Για τους Τούρκους που λίγο πολύ συναναστρέφομαι είμαι η πλούσια αγγλο-τουρκάλα. Τους λέω και ένα ψεύτικο όνομα. Ενίοτε το παίζω και γαλλο-τουρκάλα· τάχα κληρονόμος μιας αμύθητης περιουσίας του μπαμπά μου που ήταν επιχειρηματίας στην Αμερική. Έτσι έχω διαδώσει, δηλαδή. Πλαστή ταυτότητα και πλαστό διαβατήριο. Αλλά, από δω και στο εξής, καινούργια όνειρα, καινούργια ζωή. 

Πώς έφτασα ως εδώ. Χμ… είναι μεγάλη ιστορία. Και το πώς γλύτωσα το τρελάδικο επίσης είναι θαύμα. Αλλά, αν κάτι έχω να πω για την καινούργια μου ζωή, είναι ότι τώρα λίγο μετά τα σαράντα μου, για πρώτη φορά νιώθω ελεύθερη να κάνω σχεδόν ό,τι θέλω. Στη σύγχρονη Τουρκία ο μόνος Θεός που λατρεύεται από όλο τον κόσμο, ανεξαρτήτου φυλής, χρώματος και γλώσσας, είναι το χρήμα. Και μάλιστα το δολάριο. Έχεις χρήμα; Είσαι Θεός. Δεν έχεις; Είσαι τίποτα.

Όταν τους δίνω λίγα δολάρια, όλοι διπλώνουν στα δύο τη μέση τους και ξεσκίζονται να με εξυπηρετήσουν. Δεν τους ενδιαφέρει από πού προέρχεται το χρήμα. Μπορεί να σκότωσες, να έκλεψες, μπορεί από ναρκωτικά, μπορεί κι από λαθρεμπόριο· όλα δραστηριότητες που ανθούν στην Τουρκία. Σήμερα στην Πόλη ενδιαφέρονται μόνο να βάλλουν εύκολα στην τσέπη μερικά δολάρια· τίποτα άλλο. Και από την πρώτη στιγμή που απέκτησα τα χρήματα που τώρα έχω, το κατάλαβα καλά. Το πώς τα απέκτησα; Αυτό είναι επίσης μια άλλη ιστορία.

Από το μπαλκόνι μου απολαμβάνω τη θέα πίνοντας ένα ποτήρι δροσερή σαμπάνια. Απέναντί μου βλέπω την ευρωπαϊκή παραλία και το ανάκτορο Τσιραγκάν που χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Τώρα λειτουργεί ως ξενοδοχείο με θαυμάσιους κήπους. Το έχω επισκεφτεί κι έχω διανυκτερεύσει αρκετές φορές. Είναι από τα αγαπημένα μου· ήσυχο, πολύ καλά συντηρημένο και με εχέμυθη διεύθυνση και προσωπικό.

Πίσω και, ουσιαστικά, πάνω από το μέγαρο υψώνεται ο πανέμορφος λόφος και το πάρκο Γιλντίζ. Χαμηλά στο Βόσπορο βλέπω τα καραβάκια να πηγαινοέρχονται γεμάτα με τουρίστες. Μοιάζουν με μυρμηγκάκια που πηγαινοέρχονται πάνω στο γαλάζιο μονοπάτι. Έχουν την πλάκα τους, ξέρετε, έτσι όπως τα κοιτάζω τώρα. Μπορώ να κάθομαι με τις ώρες και να τα κάνω χάζι.

Μια μέρα μάλιστα μου είχαν κινήσει τόσο πολύ τη περιέργεια που αποφάσισα να ναυλώσω ένα τέτοιο για μένα μόνο. Βρήκα λοιπόν ένα γέρο βαρκάρη, τον Αβδούλ, όπως μου συστήθηκε. Ήταν αρκετά ηλικιωμένος ο καημένος και δεν τον έπαιρνε κανείς για να τον περάσει απέναντι με το πλεούμενό του. Του έδωσα τόσα λεφτά όσα άξιζε ένας μήνας δουλειάς.

Όταν κατάλαβα ότι είχε τελικά γλυτώσει το εγκεφαλικό από την απρόσμενη χαρά, του είπα να με κάνει και μια βαρκάδα. Δεν είχε αντίρρηση. Μάλιστα γυρνάγαμε όλο το απόγευμα με τη μικρή του βάρκα και το βράδυ μου έκανε και το τραπέζι με κρασάκι, σαλάτα, και φρέσκο ψαράκι. Ήταν από τα καλύτερα γεύματα που είχα φάει ποτέ μου, σας λέω.

Ο Αβδούλ μου μίλησε για τη ρημαγμένη του ζωή, για τους πολέμους που είχε πάρει μέρος σε διάφορες αραβικές χώρες, για τα παιδία που είχε χάσει από αρρώστιες, αλλά και για τη μικρή του βάρκα, τη Μαρία, όπως την είχε ονομάσει, από την πρώτη του αγάπη. Ήταν μια Ρωμιά εκείνη, που οι δικοί της δεν του την έδιναν γιατί ήταν Τούρκος. Και τελικά η αγάπη του αυτοκτόνησε πέφτοντας στο Βόσπορο.

Μου είπε τα πάντα για τη δουλειά του και κατέληξε με μια ολοφάνερη περηφάνια ότι οι καλοί βαρκάρηδες σαν και του λόγου του έχουν σχεδόν εκλείψει. Μου είπε και για τις παλιές καλές βάρκες του Βοσπόρου, «…όχι αυτά τα διαολοπράγματα με τις μηχανές». Εξήγησε ότι τα καλύτερα πλεούμενα στο Βόσπορο έχουν το όνομα «τάκα», που σημαίνει «το γαϊδούρι του Βοσπόρου». Γιατί αυτά τα βαρκάκια έχουν μια κάπως μυτερή πλώρη κι από πίσω μια απόληξη που φαίνεται σαν ουρά. Επίσης ανέφερε κι άλλα πλεούμενα, όπως τη «μπομπάρδα» που μοιάζει αρκετά με το καΐκι που συναντάται πολύ στο Αιγαίο, αλλά και τη «μαρτίκα» που χρησιμοποιείται για ακτοπλοϊκές μεταφορές.

Επίσης ο γερο-Αβδούλ μου μίλησε και για τους ανέμους του Βοσπόρου. Σε όλους είχε δώσει ονόματα. Έτσι, τον βορειανατολικό κρύο άνεμο που φέρνει την κρύα βροχή και το χιόνι οι παλιοί ναυτικοί, όπως η αφεντιά του, τον λένε «Καραγιέλ», δηλαδή «μαύρος άνεμος». Τον αδελφό του τον λένε «Γιλντίζ» και αυτός είναι ο καθαρά βόρειος άνεμος. Ο «Κετσισλεμέ» φυσάει από τα νοτιοανατολικά και κυρίως από τη μεριά που είναι το όρος Όλυμπος και φέρνει πολλές βροχές και πολλές ξαφνικές μπόρες.

Μου είπε και για τις λογιών, λογιών θύελλες και καταιγίδες που οι ντόπιοι είχαν δώσει πάμπολλα ονόματα, ανάλογα με τις εποχές που έρχονταν. Για παράδειγμα μου ανέφερε την «Καρακούτς Φιρτινάζι», δηλαδή την «θύελλα των κοτσυφιών» ή την  «Κουγού  Φιρτινάζι» που είναι η θύελλα των κύκνων, αλλά και την «Κουκούλια Φιρτινάζι», δηλαδή τη θύελλα των κούκων.


Μετά από εκείνη την πρώτη μας συνάντηση με το γέρο έμεινα ενθουσιασμένη. Έτσι μια φορά το μήνα επισκέπτομαι τον Αβδούλ. Κυρίως δε όταν έχω όρεξη να αναπολήσω την παλιά Πόλη, όπως την έζησα κάποτε κι εγώ, και για ν΄ ακούσω τις ιστορίες του. Μου αρέσει σαν παιδί να είμαι στο καλύβι του, να ακούω τον παππούλη να λέει ιστορίες και παραμύθια, και να βυθίζομαι μαζί του στο όνειρο του χαμένου κόσμου· αυτού του παραδείσου που σήμερα βρίσκεται θαμμένος κάτω από τα θεμέλια των μοντέρνων πολυκατοικιών και τον τεραστίων γεφυρών.

Το καλοκαίρι η Πόλη πήζει από τουρίστες. Τους βαριέμαι, όμως, και γι΄ αυτό σπάνια πια βγαίνω βόλτα σε γειτονιές τουριστικές, όπως στο κέντρο με την Αγιά Σοφιά και τα όμορφα τζαμιά. Τα έχω δει άπειρες φορές όλα αυτά. Εκεί είναι πραγματικά ένα τουριστικό χάος, θα έλεγα. Αντιθέτως, όταν έχω λίγο ελεύθερο χρόνο από τις επιχειρήσεις μου, προτιμώ πια να παίρνω το αυτοκίνητο και να πηγαίνω στις εξοχές που είναι στη βόρεια ακτή του Βοσπόρου, ως τις παραλίες της Μαύρης Θάλασσας.

Σε λίγο θα μου φέρουν το βραδινό μου. Πάντα με ρωτούν τι τραβάει η όρεξη μου. Δεν είναι λίγο πράγμα μια γυναίκα με τόσα λεφτά στη σημερινή Τουρκία. Κάνεις εν τέλει δεν θέλει να χάσει έναν τέτοιον πελάτη σαν εμένα, που έχω προπληρώσει προκαταβολικά δυο εβδομάδες για ένα δωμάτιο σε ένα πανάκριβο ξενοδοχείο. Ο μέσος Τούρκους θα χρειαζόταν να πληρώσει ένα ολόκληρο ετήσιο μισθό για να αγοράσει μια τέτοια υπηρεσία.  

Δίπλα, στο τραπέζι, έχω ακουμπισμένο και το ημερολόγιο μου.  Πότε ξεκίνησα να γράφω ; Από τότε ουσιαστικά που έμαθα στο σχολείο τι αξία έχει για τα κορίτσια ένα ημερολόγιο. Όσες το έχετε κάνει αυτό στο παρελθόν, καταλαβαίνετε τι εννοώ. Αλλά, δυστυχώς, εκείνες οι πρώτες σκέψεις μου χάθηκαν πίσω στο φοβερό πογκρόμ του 1955. Οι αλήτες μπήκαν τότε στο σπίτι μας μπουλούκια και δεν άφησαν λίθο επί λίθου.

Πρόσφατα σκέφτηκα ότι δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να ξαναρχίσω να γράφω ημερολόγιο. Άλλωστε, έχω αρχίσει πάλι να κάνω τόσα πολλά πράγματα. Λοιπόν αυτό το ημερολόγιο έχει γίνει ο καλύτερος φίλος μου. Στις βόλτες μου, στα πάρκα, στα εστιατόρια, στα ταξιδάκια έξω από την Πόλη, σχεδόν παντού. Το ημερολόγιο μου το έχω πάντα κοντά μου. Είναι νομίζω ό,τι καλύτερο αποφάσισα να κάνω τον τελευταίο καιρό. Καλύτερο και από τις επενδύσεις μου στο χρηματιστήριο, από το αυτοκίνητο που αγόρασα, από τα καινούργια ρούχα… απ΄ όλα.

Και γράφω… γράφω συνέχεα, σας λέω. Και πάντα, όταν τελειώνω, νιώθω πολύ καλύτερα. Θα μπορούσες να το πεις και ψυχοθεραπεία κατά κάποιο τρόπο. Γράφω λοιπόν για μένα, για τους άλλους, για τη σύγχρονη Τουρκία, για ό,τι βλέπω κι ακούω, για ό,τι μου κάνει εντύπωση. Γράφω για την κόρη μου τη Δανάη, για τα δικά μου πρόσωπα, για τη ζωή μου, για την οικογένειά μου. Γράφω και για εκείνον που τον είδα πάλι τόσο αναπάντεχα.

Ένας παράδεισος είναι τα μάτια σου, μωρό μου. Και γι΄ αυτά τα μάτια … γι΄ αυτόν τον παράδεισο, θα μπορούσα να κάνω τα πάντα. Έτσι μου είχε πει σε εκείνο το υπόγειο ο Κώστας μου, η αγάπη μου, όταν είχαμε δώσει το πρώτο μας φιλί. Ήμουν στα δεκαεπτά μου και τον αγάπησα με όλη μου την ψυχή. Ήταν… είναι ακόμα ο μεγάλος μου έρωτας. Ποτέ δεν θα πάψω να τον αγαπώ.

Βλέπω το αεροπλάνο του να πετάει τώρα… νάτο… πάει… χάνεται στον ορίζοντα. Γεια σου αγάπη μου. Κι ελπίζω να σε ξαναδώ σύντομα.

Ναι, ήταν όντως εδώ, καλά το καταλάβατε. Περάσαμε τις τελευταίες μέρες μαζί. Ήμουν ευτυχισμένη… έστω για λίγες μέρες. Πάλι μου είπε εκείνο το ωραίο: «Ένας παράδεισος τα μάτια σου, μωρό μου…» Το άκουσα μετά από τόσα χρόνια, στην αγκαλιά του. Μόλις είχαμε τελειώσει να κάνουμε έρωτα. Ήμασταν όλη τη μέρα μαζί.

Ξέρω πια ότι όλα αυτά είναι απλά ψέματα. Ακόμα κι αυτή η φράση, σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τώρα μου υποσχέθηκε ότι δυο φορές το χρόνο θα επιστρέφει στην Πόλη και θα βλεπόμαστε. Και ότι θα καταφέρει να πάρει διαζύγιο και τελικά να παντρευτούμε του χρόνου. Ναι ξέρω… κι αυτό είναι ψέμα. Μάλλον δηλαδή. Αλλά τώρα πια ποσώς με ενδιαφέρει.

Ο Κώστας Μπάρκογλου είναι πια υπάλληλος του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών. Έχει καλή θέση και πηγαινοέρχεται στο εξωτερικό. Είναι χρόνια παντρεμένος κι έχει και δυο παιδιά, αγόρι και κορίτσι. Σπουδάζουν και τα δύο. Αλλά γιατί άραγε μου δίνω ακόμα ελπίδες; Το ξέρω ότι πάλι μου λέει ψέματα. Κι ότι ίσως δεν θα ξαναγυρίσει στην Πόλη, αν νιώθει ότι απειλείται η οικογενειακή και εργασιακή του ειρήνη. Δεν με νοιάζει, όμως, ποσώς.

Πάντως, μου αρέσει να μου λένε ότι έχω ωραία μάτια. Άλλωστε σε ποια γυναίκα δεν αρέσει; Ακόμα κι αν αυτή είναι χοντρή, με σπυριά, άσχημη, γριά ή τι άλλο δεν ξέρω, ακόμα κι αν η ίδια δεν το παραδέχεται, όταν κοιτάζεται στον καθρέπτη, όμως σε όλες μας τελικά μας αρέσει να μας λένε ότι έχουμε ωραία μάτια.

Έτσι είναι η γυναίκα από τη φτιασιά της, από τη φύση της, δηλαδή. Θέλει να την κανακεύει ο άντρας. Αυτό είναι το φλερτ, που λέμε. Για σκεφτείτε το· από τότε που έχει υπάρξει η γυναίκα απάνω σε αυτόν τον πλανήτη κι από δίπλα της έχει βρεθεί ο άντρας, για οποιονδήποτε λόγο της λέει διάφορα κομπλιμέντα. Θες για να τη ρίξει στο κρεβάτι, θες γιατί περιμένει κάτι από αυτήν, θες για οποιονδήποτε άλλο λόγο – ανάμεσα σε αυτά παίζει και η πιθανότητα να την αγαπάει – η γυναίκα λοιπόν θέλει να ακούει κομπλιμέντα.  Το ίδιο κι εγώ, δηλαδή. Δεν αποτελώ εξαίρεση με κανέναν τρόπο.

Σηκώνομαι για να ξεπιαστώ. Πάω στον καθρέπτη που είναι απέναντι από το διπλό κρεβάτι μου κρατώντας το ποτήρι τη σαμπάνια στο χέρι. Κοιτάζομαι. Γυρίζω αριστερά και δεξιά. Βάζω το ποτήρι στο τραπέζι κι αφήνω το μπουρνούζι να γλιστρήσει από το σώμα μου στο πάτωμα. Είμαι γυμνή μπροστά στον καθρέπτη, τον απόλυτο κριτή του γυναικείου σώματος.

Ο καθρέπτης δεν μιλάει πότε, αλλά περιέργως τα λέει όλα έξω από τα δόντια. Αποκαλύπτει τα μυστικά του και λέει τη γνώμη ωμά, θα έλεγα και σκληρά. Χωρίς να βγάζει κουβέντα μπορεί να σε σφάξει, να σου ρημάξει την ψυχολογία να σε ρίξει στο πάτωμα. Αλλά μπορεί και να σε κάνει θεά και να σε ανέβασε στα ουράνια.

Κοιτάζομαι καλύτερα. Η κοιλία μου έχει μεγαλώσει λίγο. Ίσως πρέπει να πάω σε ένα από τα γυμναστήρια των ξενοδοχείων μου και ν΄ αρχίσω τη γυμναστική. Χμ… πρέπει να το βάλλω στο πρόγραμμα κι αυτό. Τα μπράτσα μου… ναι, αυτά έχουν νερουλιάσει κάπως. Τα μεγάλα στήθη μου…. για να δω κι έτσι… όχι. Ευτυχώς, είναι ακόμα σφριγηλά. Πάρα τα σαράντα μου χρόνια είναι σε καλή θα έλεγα κατάσταση. Και το σουτιέν μου τ΄ ανασηκώνει περισσότερο.

Αφού, όταν αποφασίζω να ρισκάρω λίγο – γιατί εδώ είναι Τουρκία, μην το ξεχνάμε ποτέ αυτό – και θέλω να δείξω κάπως περισσότερο δημόσια τα κάλλη μου με ένα πιο βαθύ ντεκολτέ, όλοι οι άντρες με κοιτάζουν στο δρόμο και ξερογλείφονται.

Εντάξει… ακούω διάφορα, Από «πουτάνα» μέχρι  «πω, πω, τι γυναίκα, η ομορφότερη του κόσμου, μα τον Αλλάχ!». Η γκάμα του λεξιλογίου των αντρών είναι πραγματικά ατελείωτη, όταν σχολιάζουν μια γυναίκα σαν έμενα, με πλούσια προσόντα. Αφήστε τι έχω ακούσει για τον κώλο μου!

 Για να τον δω κι αυτόν τώρα καλύτερα… Ναι, όντως, ομολογώ ότι υπάρχει κάποια κυτταρίτιδα. Μάλλον θα πρέπει να περιορίσω τους καφέδες, τα γλυκά, ίσως και τα τηγανιτά. Άκουσα από κάποιο διαιτολόγο στην τηλεόραση ότι κάνουν κακό στην κυτταρίτιδα. Τέλος πάντων, θα δω το θέμα δίαιτα «από Δευτέρα». Όλες αυτό δεν λέμε ;



Μερικές φορές το σκέφτομαι· ότι δηλαδή μάλλον δεν αγαπάμε τελικά οι γυναίκες αυτή την έρμη τη δίαιτα. Και απ΄ την άλλη, όσο και να μην το θέλουμε, ίσως όμως αποδεχόμαστε τελικά στωικά τα σημάδια του χρόνου σαν μέρος του εαυτού μας. Ουσιαστικά οι γυναίκες ποτέ δεν είχαμε καλή σχέση με αυτόν το σατανά, το χρόνο, εννοώ. Αν υπάρχει η κόλαση για μια γυναίκα, αυτή είναι ο χρόνος… και οι καθρέπτες. Δεν μπορείς να κάνεις χωρίς αυτά, δεν μπορείς να κάνεις με αυτά.

Μου αρέσει γενικά να τραβάω τα βλέμματα των αντρών. Δεν με νοιάζει τι θα πούνε. Εδώ στην Κωνσταντινούπολη την πιο κοσμοπολίτικη πόλη της Τουρκίας, όταν μια γυναίκα ντύνεται πλουσιοπάροχα σαν μένα και σύμφωνα με την τελευταία λέξη της ευρωπαϊκής μόδας - ξέρετε, εφαρμοστές φούστες, γόβες, καπέλα - όλοι πιστεύουν ότι είναι κάποιο σημαίνον στέλεχος εταιρείας, μπίζνεσγούμαν που λέμε, ή μια πολύ πλούσια κυρία. Και, είτε το πιστεύετε είτε όχι, όλες σχεδόν οι πόρτες ανοίγουν. Και σου προσφέρονται πράγματα που η μέση Τουρκάλα ούτε καν θα μπορούσε να φανταστεί στα πιο παράτολμα όνειρά της.

Είμαι γυναίκα και, ως τέτοια, θέλω να με φροντίζουν και να με προσέχουν. Δεν νομίζω ότι είμαι παράλογη σε αυτήν την απαίτηση που έχω. Αλλά μέχρι σήμερα, δυστυχώς, δεν έχω βρει τον άντρα που θα μπορούσε να αναλάβει τέτοιο βάρος. Εννοώ να μπορεί να μου αφιερωθεί, όχι οικονομικά - αυτό πια δεν με νοιάζει - αλλά συναισθηματικά. Χμ… ίσως ο Ερόλ Γιαβάς…. Ίσως…

Ποιος είναι αυτός; Ένας πολύ καλός Τούρκος, γιατρός και διευθυντής πια σε ένα μεγάλο νοσοκομείο. Τον ξέρω χρόνια, από τότε που ήταν απλό γιατρουδάκι. Και μου έχει σταθεί από πολύ παλιά. Άντρας διαμάντι θα έλεγα· ένας στο εκατομμύριο, χωρίς υπερβολή! Λεπτός, ευγενικός, με τρόπους και καθόλου καταπιεστικός. Αρνάκι του Θεού, είναι ο κακομοίρης. Γι΄ αυτό και βγαίνουμε συχνά και τα λέμε. Κάνουμε κι άλλα πράγματα δηλαδή… καταλαβαίνετε! Θα μιλήσω πάντως πιο κάτω γι΄ αυτόν. Ίσως τελικά η στοργή που μου δείχνει όλα αυτά τα χρόνια είναι όντως αληθινή.  Έτσι όμως πίστευα και για τον αγαπημένο μου, τον Κώστα Μπάρκογλου, αλλά ….

Πάντα υπάρχει ένα μεγάλο «αλλά» σε όλους τους μεγάλους έρωτες. Όσες έχετε πραγματικά αγαπήσει, θα το ξέρετε. Αυτό εξάλλου μου το έχουν διηγηθεί και οι λίγες φίλες που ακόμα έχω εδώ στην Πόλη. Μια φόρα την εβδομάδα βγαίνουμε ραντεβού για καφέ, φαγητό ή και γλυκό. Όλες έχουμε περάσει από αυτό το καμίνι που λέγεται «έρωτας». Κι όλες γενικά οι γυναίκες πιστεύω, λίγο πολύ, έχουμε λουστεί μέσα στο σκοτεινό φως του έρωτα. Σκεπτόμαστε… και τι δεν σκεπτόμαστε για αυτόν τον «ένα». Τον άντρα που θα μας έχει στα όπα - όπα, που θα μας φροντίζει….

Ξέρετε τι κατάλαβα από τα είκοσι χρόνια που πέρασα παντρεμένη; Ότι ο γάμος σκοτώνει τον ερώτα. Είναι σαν το νερό που σβήνει τη φωτιά. Τουλάχιστον στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων που εγώ γνωρίζω. Και ότι οι μεγάλοι έρωτες έχουν μεγάλα προβλήματα. Και ότι συνήθως αλλιώς είναι οι άντρες πριν το γάμο κι αλλιώς μετά το γάμο. Και πολλά- πολλά άλλα που τα γνώρισα από προσωπική εμπειρία. Αν καθόμουν όμως και τα έγραφα, θα έπρεπε να γεμίσω όχι μόνον αυτό το ημερολόγιο, αλλά ακόμα δέκα.

Ξεκίνησα τη ζωή μου στηριγμένη τον άδολο ερώτα κι εξαπατήθηκα όσο καμία γυναίκα σε αυτό το θέμα. Γνώρισα και τον ευκαιριακό έρωτα, ακόμα και τον πληρωμένο - αν και γι΄ αυτή την πτυχή της ζωής μου δεν θέλω να μιλήσω, ούτε και να γράψω… θέλω να την ξεχάσω, αν είναι δυνατόν. Έκανα υπομονή, πέρασα διάφορα, παντρεύτηκα έναν άντρα που πότε δεν αγάπησα και σχεδόν πέθανα μέσα σε αυτό το γάμο.

Τελικά τι κατάλαβα; Ότι ζωή χωρίς τον έρωτα είναι ένα «τίποτα». Είναι σαν να τρως φαγητό που δεν έχει αλάτι ή γλυκό που δεν έχει ζάχαρη. Είναι σαν να ζεις σε ένα κόσμο αναπνέοντας τεχνητό αέρα από μια μπουκάλα εργοστασιακού οξυγόνου κι όχι τον αέρα της φύσης. Είναι σαν να μην έχεις ονειρευτεί ποτέ. Είναι… είναι σαν τη ζωή χωρίς λουλούδια και χωρίς μουσική. Είναι άραγε ζωή αυτή; Πείτε μου… είναι; Για μένα όχι.

Μου το είχαν πει και πιο παλιά, όταν ήμουν μικρή· ότι η ζωή της ερωτευμένης γυναικάς είναι μια συνεχής κόλαση, άλλα με πολλές οάσεις δροσιάς και ξεγνοιασιάς.  Δίκιο είχαν αυτοί που το είπαν. Τώρα το καταλαβαίνω… το βιώνω σποραδικά. Η ζωή χωρίς ερώτα είναι μια απλή ζωή. Αντίθετα, η ζωή με τον έρωτα είναι μια γεμάτη ζωή που αξίζει να θυμάσαι… ξανά και ξανά.

Κι εγώ αυτό κάνω τώρα γράφοντας αυτές τις γραμμές. Ζω… και θυμάμαι!

...........................................